- περίρρυτος
- -η, -ο / περίρρυτος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που περιρέεται, που περιθρέχεται ολόγυρα από νερό, από θάλασσα («Κρήτη... μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ... περίρρυτος», Ομ. Οδ.)2. ενεργ. αυτός που περιρρέει, που περιβρέχει ολόγυρα κάτι, που περιβάλλει κάτι ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ρρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. κατά-ρρυτος].
Dictionary of Greek. 2013.